τροχιστήριο

τροχιστήριο
το
το εργαστήριο του τροχιστή, το τροχείο, το ακονιστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τροχιστήριο — και τροχιστήρι, το, Ν 1. τροχείο 2. (ο τ. τροχιστήρι) η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω + κατάλ. τήρι(ο)*] …   Dictionary of Greek

  • τροχείο — το τροχιστήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”